- δίσεκτο
- Έτος που έχει 366 ημέρες. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό bis sextus (ο δις έκτος). Επειδή στις διάφορες χώρες που είχε υποτάξει η Ρώμη το χρονομετρικό σύστημα είχε πολλές διαφορές, ο Ιούλιος Καίσαρας ζήτησε από τον Αλεξανδρινό αστρονόμο Σωσιγένη να τροποποιήσει το ημερολόγιο. Το ημερολόγιο που καθιερώθηκε τότε, το γνωστό ως Ιουλιανό, χώριζε τον χρόνο σε μία περίοδο τεσσάρων ετών, από τα οποία τα τρία πρώτα είχαν 365 ημέρες και το τέταρτο 366, με προσθήκη μίας μέρας ανάμεσα στην 24η και στην 25η Φεβρουαρίου· δηλαδή η 24η Φεβρουαρίου υπολογιζόταν διπλά. Η εμβόλιμη αυτή μέρα ονομαζόταν δις έκτη προ των Καλενδών. Από το δις έκτη, το έτος ονομάστηκε δ. Αργότερα η εμβόλιμη αυτή μέρα μεταφέρθηκε στο τέλος Φεβρουαρίου, ο οποίος έχει 29 ημέρες στα δ. έτη.
Dictionary of Greek. 2013.